τετραμαίνω

τετραμαίνω
τετρᾰμαίνω,
A = τρέμω, Hp.Mul.2.171, Ar.Nu.294,374, Xenarch.4.19 (prob.), Hp. ap. Gal.19.146 cod. opt. (cf. Eranos 17.99), Hsch.; τετρεμαίνω (q.v.) is v.l. in Ar. ll. cc., Gal. l.c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετραμαίνω — και δ. γρφ τετρεμαίνω Α [τέτραμος] τρέμω …   Dictionary of Greek

  • ταρμύσσω — Α φοβίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ τραμ ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή τής λ. σε αμάρτυρο τ. *ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • τετρεμαίνω — ΜΑ καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τετραμαίνω* κατ επίδραση τού τρέμω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”